- περιστερήσιος
- -ια, -ιο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιστέρι2. αυτός που προέρχεται από το περιστέρι («περιστερήσια αβγά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστέρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αρν-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek